- ἠεροειδές
- ἠεροειδήςlike the skymasc/fem voc sgἠεροειδήςlike the skyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηεροειδής — ἠεροειδής, ές (Α) (ιων. και επ. τ. τού αχρ. αεροειδής) 1. ομιχλώδης, νεφελώδης, σκοτεινός, με θολή όψη («ἠεροειδής νεφέλη», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἠεροειδές θολά, όχι καθαρά, ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ,… … Dictionary of Greek